γλαύκινος

γλαύκινος
Ορυκτό, ισόμορφο του βαρύτη, που κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα. Χημικά είναι θειικό στρόντιο (SrSO4). Οι κρύσταλλοί του έχουν στηλοειδή, πρισματική ή τραπεζοειδή μορφή. Κυκλοφορεί σε διάλυση μέσα σε ρωγμές πετρωμάτων, τις οποίες γεμίζει, καθώς κρυσταλλώνεται σε ακτινωτές ινώδεις μάζες. Βρίσκεται σε φλέβες μεταλλευμάτων μολύβδου και χαλκού, σε ρωγμές ασβεστόλιθων κυρίως, μέσα σε μάργες κλπ. Η διαφάνειά του είναι υαλώδης, το χρώμα του άσπρο, υποκύανο ή κυανό, συχνά όμως είναι άχρωμος. Έχει σκληρότητα 3-3,5 και ειδικό βάρος 3,95 -3,97. Ο γ. χρησιμοποιείται για την παρασκευή των αλάτων του στροντίου (που χρησιμεύουν στη φαρμακευτική και στη βιομηχανία των χρωμάτων) και για την παρασκευή του υδροξειδίου του στροντίου, που χρησιμοποιείται για τον διαχωρισμό του σακχάρου από τη μελάσα. Μαζί με τη σόδα, επάνω σε άνθρακα, δίνει την αντίδραση του ήπατος. Οι μεγαλύτεροι κρύσταλλοί του προέρχονται από τα συσσωματώματά του μέσα σε ασβεστόλιθους κοντά στο Πούτιν Μπέι (στη λίμνη Ίρι της Πενσιλβανία). Άλλα αξιόλογα κοιτάσματα υπάρχουν στη Βεστφαλία (Γερμανία), στο Κλίφτον (Αγγλία), στο Μοκατάμ (Αίγυπτος) και σε άλλες περιοχές. Ο γλαύκινος χρησιμεύει για την παρασκευή των αλάτων του στροντίου, τα οποία χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική και στη βιομηχανία χρωμάτων.
* * *
γλαύκινος, -η, -ον (Α) [γλαυκός]
αυτός που έχει γλαυκό χρώμα.
————————
ο
ορυκτό θειικό άλας στροντίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γλαύκινον — γλαύκινος bluish grey masc acc sg γλαύκινος bluish grey neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκίνοις — γλαύκινος bluish grey masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκίνου — γλαύκινος bluish grey masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαύκινα — γλαύκινος bluish grey neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… …   Dictionary of Greek

  • ρομβικό σύστημα — Μια από τις υποδιαιρέσεις της κρυσταλλογραφικής κατάταξης. Οι κρύσταλλοι των ορυκτών που ανήκουν στο σύστημα αυτό χαρακτηρίζονται από 3 άξονες κάθετους μεταξύ τους αλλά άνισους, έτσι ώστε η ανάπτυξη των εδρών του κρυστάλλου να είναι διαφορετική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”